- γαλακτώδους
- γαλακτώδηςmilk-warmmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… … Dictionary of Greek
γαλακτότητα — η 1. η ιδιότητα του γάλακτος ή άλλου γαλακτώδους υγρού 2. η ποσοτική αναλογία τού γάλακτος που περιέχεται σε κάποιο υγρό … Dictionary of Greek
εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει … Dictionary of Greek
οπισμός — ὀπισμός, ὁ (Α) [οπίζω] η εξαγωγή τού γαλακτώδους χυμού τών φυτών … Dictionary of Greek
υπόγαλα — το, Ν συγκέντρωση γαλακτώδους υγρού στον πρόσθιο θάλαμο τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γάλα] … Dictionary of Greek
αποκυνίδες — (apocynaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των στρεψανθών. Περιλαμβάνει ποώδη, θαμνώδη ή δενδρώδη φυτά, μερικά από τα οποία είναι αναρριχητικά. Τα άνθη τους είναι ακτινωτά και τα σπέρματά τους έχουν μια τούφα από τρίχες για την… … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek